- ἀπόμαγμα
- ἀπόμαγμαanything used for wipingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόμαγμα — ἀπόμαγμα, το (Α) [απομάσσω] 1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος 2. απόρριμμα, ακαθαρσία 3. αποτύπωμα σφραγίδας … Dictionary of Greek
ἀπομάγμασι — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγμασιν — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγματα — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθείωμα — τὸ, Α [περιθειώ] το απόμαγμα, ό,τι πετιέται μετά τον καθαρμό … Dictionary of Greek
στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* … Dictionary of Greek
κἀπομαγμάτων — ἀπομαγμάτων , ἀπόμαγμα anything used for wiping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)